- προσεύτροχος
- προσεύτροχος, ον, τὰ π. βλέφαρα dub. l. in Aret.CA1.6 (πρόσθεν εὔτροχα cj. Ermerins).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσεύτροχος — ον, Α* (αμφβλ. γρφ.) φρ. «προσεύτροχα βλέφαρα» ευκίνητα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὔτροχος «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
προσεύτροχα — προσεύτροχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)